χαλκοκαρακάξα
Смотреть что такое "χαλκοκαρακάξα" в других словарях:
χαλκοκαρακάξα — η, Ν η χαλκοκουρούνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο) * + καρακάξα] … Dictionary of Greek
χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… … Dictionary of Greek